- ἀππέμψει
- ἀππέμψει: see ἀποπέμπω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀππέμψει — ἀποπέμπω send off aor subj act 3rd sg (epic) ἀποπέμπω send off fut ind mid 2nd sg ἀποπέμπω send off fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)